ανεπίστρεπτος — ανεπίστρεπτος, η, ο και ανεπίστροφος, η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δεν επιστρέφει στην προηγούμενη κατάσταση ή θέση: Την εποχή εκείνη ξέχασέ την, είναι ανεπίστρεπτη. 2. αυτός που δεν επιστρέφεται: Το δάνειο εκείνο μένει ανεπίστρεπτο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀνεπίστρεπτος — without turning round masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεπιστρέπτως — ἀνεπίστρεπτος without turning round adverbial ἀνεπίστρεπτος without turning round masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεπίστρεπτον — ἀνεπίστρεπτος without turning round masc/fem acc sg ἀνεπίστρεπτος without turning round neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεπίστρεπτοι — ἀνεπίστρεπτος without turning round masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγύριστος — η, ο 1. (για τόπο) αυτός που δεν μπορεί κανείς να τόν γυρίσει, να τόν περιδιαβεί, ο εκτεταμένος, ο απέραντος 2. αυτός που δεν γύρισε, δεν επέστρεψε, δεν επανήλθε 3. αυτός που δεν επιστρέφεται ή δεν έχει επιστραφεί, ο ανεπίστρεπτος 4. αυτός που… … Dictionary of Greek
αδιάγερτος — η, ο και αδιάερτος και αδιάρετος και αγιάγερτος και αγιάερτος και αγάερτος 1. (για χρήματα που δανείζονται και δεν επιστρέφονται, «για δανεικά κι αγύριστα») αυτός που δεν επιστρέφεται, δεν αποδίδεται, ανεπίστρεπτος 2. (για τόπο, ιδιαίτερα τον… … Dictionary of Greek
ανανταπόδοτος — η, ο (Μ ἀνανταπόδοτος, ον) [ἀνταποδίδω] το ουδ. ως ουσ. το ανανταπόδοτο(ν) σχήμα λόγου, κατά το οποίο παραλείπεται ως ευνόητη η απόδοση υποθετικού λόγου, σχήματα λογού νεοελλ. αυτός που δεν ανταποδόθηκε, αναπόδοτος, ανεπίστρεπτος, αγύριστος … Dictionary of Greek
αναπόδοτος — η, ο (ΑΜ ἀναπόδοτος, ον) [ἀποδίδωμι] αυτός που δεν δόθηκε πίσω, δεν επιστράφηκε, ο ανεπίστρεπτος μσν. νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το αναπόδοτο(ν) ή ανανταπόδοτο(ν) ή ανακόλουθο(ν) σχήμα βλ. ανανταπόδοτος νεοελλ. αυτός που δεν μπορεί να αποδοθεί ή να… … Dictionary of Greek
απερίτροπος — ἀπερίτροπος, ον (Α) 1. αδιάφορος, αμέριμνος 2. ανεπίστρεπτος, δίχως επιστροφή … Dictionary of Greek